- φιλοδοξώ
- ambitionner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιλοδοξώ — φιλοδοξῶ, έω, ΝΑ [φιλόδοξος] αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος νεοελλ. επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο αρχ. 1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.) 2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν… … Dictionary of Greek
φιλοδοξώ — φιλοδοξώ, φιλοδόξησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλοδοξώ — φιλοδόξησα 1. αμτβ., είμαι φιλόδοξος, αγαπάω τη δόξα, είμαι μεγαλομανής. 2. μτβ., έχω τη φιλοδοξία να..., έχω το σκοπό να...: Φιλοδοξεί να γίνει βουλευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοδοξῶ — φιλοδοξέω love fame pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοδοξέω love fame pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδόξῳ — φιλόδοξος loving fame masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφιλοδοξώ — έω, Α [φιλοδοξῶ] φιλοδοξώ όπως και ένας άλλος … Dictionary of Greek
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
προσφιλοτιμούμαι — έομαι, Α θεωρώ κάτι επί πλέον αντικείμενο τιμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοτιμοῦμαι «φιλοδοξώ, αγαπώ τις τιμές»] … Dictionary of Greek
φιλ- — ή φιλο , θέμα του ρ. φιλώ (=αγαπώ), που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια ως α συνθετικό πολλών λέξεων: Φιλαλήθεια, φιλελεύθερος, φιλοδοξώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)